ραδιογενής

ραδιογενής
-ές, Ν
φυσ. χαρακτηρισμός ενός νουκλιδίου ή ενός ατομικού πυρήνα, η παρουσία τού οποίου οφείλεται σε έναν ραδιενεργό μετασχηματισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiogenic (< λατ. radius «ακτίνα» + -γενής < γένος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γεωθερμική — Κλάδος της γεωφυσικής, που μελετά τη θερμική κατάσταση και την ιστορία του εσωτερικού της Γης. Η θερμότητα της ηλιακής ακτινοβολίας διαπερνά μόνο τα επιφανειακά στρώματα του φλοιού της Γης. Ωστόσο, καθώς αυξάνει το βάθος, παρατηρείται κανονική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”